- ωοθυλακιορρηξία
- η, Νανατ. εξωκρινής λειτουργία τής ωοθήκης, που καταλήγει στην περιοδική ελευθέρωση ενός ωαρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωοθυλάκιο + -ρρηξία (< ρήξη + -ία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωορρηξία — Η ρήξη ενός από τα ώριμα ωοθυλάκια της ωοθήκης. Eξ αιτίας της ρήξης αυτής το ωάριο μεταφέρεται στον ωαγωγό. Η ω. σημειώνεται σε κάθε έμμηνη περίοδο της γυναίκας. Aρχίζει από την εφηβική ηλικία και συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια της γονιμότητάς… … Dictionary of Greek